- ανερυθρίαστος
- -η, -ο (Α ἀνερυθρίαστος, -ον) [ερυθριώ]αυτός που δεν κοκκινίζει από ντροπή, ξετσίπωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνερυθρίαστος — unblushing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανερυθρίαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν κοκκινίζει από ντροπή, αδιάντροπος: Ανερυθρίαστα μου δήλωσε πως δε με χρειάζεται πια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνερυθριάστως — ἀνερυθρίαστος unblushing adverbial ἀνερυθρίαστος unblushing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερυθρίαστον — ἀνερυθρίαστος unblushing masc/fem acc sg ἀνερυθρίαστος unblushing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερυθριάστου — ἀνερυθρίαστος unblushing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερυθριάστους — ἀνερυθρίαστος unblushing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερυθριάστῳ — ἀνερυθρίαστος unblushing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχρωμος — η, ο (AM ἄχρωμος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει χρώμα 2. ωχρός, ξεθωριασμένος 3. εκείνος που δεν έχει έντονο χαρακτήρα ή χαρακτηριστικά, ασήμαντος αρχ. μσν. όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αναιδής … Dictionary of Greek
αχρώματος — ἀχρώματος, ον (Α) 1. ο χωρίς χρώμα, άχρωμος 2. όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αδιάντροπος … Dictionary of Greek